- τσιμεντόλιθος
- οτεχνητή ορθογώνια ή κυβική πέτρα που γίνεται κυρίως από τσιμέντο, άμμο, χαλίκι και νερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμεντόλιθος — ο, Ν τεχνολ. είδος πλίνθου που παρασκευάζεται με σκυροκονίαμα και τσιμέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + λίθος] … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek